- αγκυροβολώ
- (ε) αμετ.1) становиться на якорь, бросать якорь; стоять на рейде; 2) причаливать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγκυροβολώ — αγκυροβολώ, αγκυροβόλησα, αγκυροβολημένος βλ. πίν. 73 και πρβλ. αγκυροβολάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγκυροβολώ — (Α ἀγκυροβολῶ) ποντίζω, ρίχνω την άγκυρα και ασφαλίζω έτσι το πλοίο κατά την προσόρμισή του αρχ. στερεώνω, γαντζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + βάλλω. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυροβόλιον νεοελλ. αγκυροβόλημα, αγκυροβόληση, αγκυροβόλι, αγκυροβολία] … Dictionary of Greek
αγκυροβολώ — αγκυροβόλησα, αγκυροβολημένος, ρίχνω άγκυρα, φουντάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελλιμενίζω — (AM ἐλλιμενίζω) μσν. νεοελλ. οδηγώ πλοίο μέσα σε λιμάνι και τό προσορμίζω νεοελλ. ελλιμενίζομαι (για πλοίο) αγκυροβολώ αρχ. 1. εισπράττω τον λιμενικό φόρο 2. (για πλοίο) μπαίνω στο λιμάνι, αγκυροβολώ … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
προσορμίζω — ΝΑ [ὁρμίζω] 1. οδηγώ πλοίο σε όρμο, λιμάνι, όπου και τό αγκυροβολώ 2. (μέσ. και παθ.) προσορμίζομαι εισέρχομαι σε όρμο για αγκυροβοληση, προσεγγίζω το λιμάνι και αγκυροβολώ … Dictionary of Greek
υφορμώ — (I) άω, Α 1. (κυριολ. και μτφ.) κινούμαι βίαια κάτω από κάτι («ἀμφιβολία τις ὑφορμῶσα τῇ διανοίᾳ», Αδάμ.) 2. (μέσ. και παθ.) ὑφορμῶμαι, άομαι επιτίθεμαι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀρμῶ (Ι) «κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, χυμώ, επιτίθεμαι»].… … Dictionary of Greek
ΠΡΟΛΟΓΟΣ — Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
αγκυροβόλημα — το [αγκυροβολώ] προσόρμιση, άραγμα τού πλοίου με πόντιση τής άγκυράς του … Dictionary of Greek
αγκυροβόληση — η [αγκυροβολώ] αγκυροβολιά … Dictionary of Greek